- χαδερός
- -ή, -ό1. ο απαλός.2. για τόπους, αυτός που καμπυλώνει ομαλά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαδερός — ή, ό, Ν 1. λείος, απαλός 2. (για τόπο) αυτός που έχει ελαφρά κλίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάδι + κατάλ. ερός (πρβλ. ζουμ ερός)] … Dictionary of Greek